Κεντρική Αρθρογράφοι Νικολάου “Σύντροφε, τι λες;”

“Σύντροφε, τι λες;”

markos tsakas

markos tsakas

nikolaouTo σκεφτήκαμε από δω. Το σκεφτήκαμε από κει. Πραγματικά, χαμένοι χθες στον κόσμο μας. Αλλοπαρμένοι. Τα πόδια να τρέμουν. Το τιμόνι πήγε να μας φύγει, χθες, όταν ο Αλέξανδρος μας είπε το μαντάτο. Πάντα αθόρυβος ο Μάρκος. Χαμηλών τόνων από φιλοσοφία. Αθόρυβα θέλησε-θέλει να φύγει, σκεφτήκαμε. Αυτό επέλεξε. Τι να πούμε, τι να γράψουμε τώρα εμείς; Κι αν τον “στενοχωρήσει” η προβολή ή η όποια ακροβασία μας και θελήσει να μας ψέξει μ’ εκείνον τον ιδιόμορφο, μοναδικό του τρόπο; Που εμπεριείχε πάντα δεικτικό χιούμορ, στοχασμό και εκλεπτυσμένη γνώση μαζί;

Σύντροφε, τι λες;“, για “εκείνο”, για το “άλλο”, το “παράλλο”; Σύντροφε… Κλασική προσφώνηση στις διά ζώσης επαφές μας. Το “πώς” και το “γιατί” προέκυψε η προσφώνηση, δεν αφορά σε κανέναν και στο κάτω-κάτω είπαμε: Δίχως την συγκατάθεση του Μάρκου, πώς να τολμήσουμε να εξηγήσουμε;

Ο Μάρκος, αγαπημένος φίλος, έφυγε χθες. Μας την… έσκασε κοινώς. Μας είχε σχεδόν “προειδοποιήσει” τηλεφωνικά πριν από ημέρες, αλλά εμείς κλείσαμε συνειδητά τα αυτιά μας, είτε διότι δεν θέλαμε να το πιστέψουμε, είτε διότι δεν είμαστε, δεν ήμασταν ποτέ το ίδιο δυνατοί μ’ εκείνον ανάθεμά μας.

Πριν από λίγο, έτσι στα καλά καθούμενα, μας ήλθε στο νου αυτό, που ξεστομίσαμε στον άμεσο συνεργάτη μας, στο διπλανό γραφείο: “Δεν τον άκουσα καλά τον Μάρκο“! Και όμως. Χαθήκαμε μετά και πάλι στην καθημερινότητά μας. Κρύψαμε στο χαλί αυτό που διαισθανόμασταν. Και ο Μάρκος τυραννιόταν με την καταραμένη ασθένεια. Με αξιοπρέπεια. Αυτή που τον χαρακτήριζε από τότε, που τον γνωρίσαμε. Αξιοπρέπεια. Από τότε που έκανε όνειρα για τη δημοσιογραφία και τον κόσμο.

Κι αν η πρώτη τον “πρόδωσε”, βουτηγμένη στα τσατσιλίκια και στην δουλοπρέπεια, μεγάλο μέρος του κόσμου, του δικού του κόσμου τον είχε ψηλά. Άγγελο επί της γης, που απλώς σήμερα το απόγευμα, στις 17:30, στους Αγίους Αναργύρους, στο Μαρούσι, στο δικό του Μαρούσι, θα αναδυθεί ψηλότερα και θα μετεξελιχθεί σε Άγγελο στον ουρανό. Δεν χώραγε η γη τον Μάρκο…

Πονάμε, ναι. Όσοι είχαμε την ευλογία να τυγχάνουμε της φιλίας του. Πονάει και το “Μαρούσι”, η πόλη και η ομάδα μπάσκετ, που αγάπησε σαν τη ζωούλα του. Πονάμε, σύντροφε…

Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.

Δε θα ‘ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ’ όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.

Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ’ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα ‘χουν της Ειρήνης.

Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα’ ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.

Θ’ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα ‘ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα ‘ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.

ΥΓ. Μου χρωστάς έναν περίπατο στο Τατόι, “σύντροφε”. Εις το επανιδείν…

geonikol@hotmail.com

Περισσότερα σχετικά άρθρα
Περισσότερα από Γιώργος Νικολάου
Περισσότερα σε Νικολάου

Δειτε επισης

Το σοκ στη χώρα του Οξύλου

“Αν η οικογένεια δεν έχει οικονομικές δυνατότητες, να σκεφτούν ώριμα και σοβαρά τι ά…